RPR (rapid plasma regain), VDRL (Venereal Disease Research Laboratory, Αφροδισίων Νόσων Ερευνητικό Εργαστήριο, Σύφιλης μη τρεπονηματικά αντισώματα
|
Κλινική χρησιμότητα |
- Για τον καθορισμό της τρέχουσας κατάστασης της νόσου από κοινού με μια ανοσοδοκιμασία για την αναζήτηση IgG και IgM αντισωμάτων, που αποτελεί την προτυποποιημένη δοκιμασία (standard test) για τη διάγνωση της σύφιλης
- Για την παρακολούθηση της θεραπευτικής ανταπόκρισης
|
Προετοιμασία εξεταζομένου |
Δεν υπάρχει καμία ειδική διαιτητική απαίτηση πριν από τη συλλογή δείγματος |
Δείγμα |
Ορός που συλλέγεται σε συνήθη σωληνάρια δειγματοληψίας ή σε σωληνάρια που περιέχουν γέλη διαχωρισμού χωρίς έντονη αιμόλυση ,ίκτερο και έντονη λιπαιμικότητα. Αποχωρίζεται τον ορό από το θρόμβο ή τα κύτταρα εντός 2 ωρών και συντηρείται σε πλαστικό σωληνάριο.
|
Σταθερότητα δείγματος |
Για 24ώρες σε θερμοκρασία 15-25 °C ή για 14 ημέρες στους 2-8 °C ή για 3 μήνες στους -20°C. |
Μη αποδεκτό δείγμα |
Δείγματα με μικροβιακή μόλυνση, θερμική αδρανοποίηση, δείγματα που περιέχουν ορατά ξένα στοιχεία ή δείγματα με έντονη αιμόλυση και λιπαιμικότητα. |
Μεταφορά δείγματος |
0,5 mL στους 2 - 8°C |
Μέθοδος |
Συγκολλητινοαντίδραση
Για τη σωστή ερμηνεία των αποτελεσμάτων RPR, οι τίτλοι πρέπει να ληφθούν χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο δοκιμής και, κατά προτίμηση, στο ίδιο εργαστήριο δοκιμών.
|
Τιμές αναφοράς |
Εκφράζονται ως
Αρνητικό (-)
Όλα τα θετικά δείγματα τιτλοποιούνται για να καθοριστεί η υψηλότερη αντιδραστική αραίωση |
Παρατηρήσεις |
- Η Σύφιλη είναι μία λοιμώδης πολυσυστηματική μεταδοτική νόσος χρόνιας διαδρομής που οφείλεται στο Treponema pallidum (ωχρά σπειροχαίτη) υποείδος pallidum. Μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο με τη σεξουαλική επαφή (επίκτητη σύφιλη) και μέσω του πλακούντα από την έγκυο στο νεογνό (συγγενής σύφιλη). Αν η σύφιλη δεν αντιμετωπιστεί, τα μολυσμένα άτομα μπορεί να αναπτύξουν μη αντιστρεπτές επιπλοκές όπως χρόνιες φλεγμονές των αρθρώσεων, καρδιαγγειακά προβλήματα όπως βαλβιδοπάθειες και προβλήματα από το κεντρικό νευρικό σύστημα όπως ψυχικές ασθένειες και παράλυση. Χαρακτηριστικό της νόσου είναι οι μεγάλες λανθάνουσες περιόδοι υποκλινικής νόσησης.
- Η διάγνωση της συφιλιδικής λοίμωξης στηρίζεται στην έγκαιρη εργαστηριακή διερεύνηση (τρεπονημικές και μη τρεπονημικές ορολογικές μεθόδους) και εκτίμηση της κλινικής εικόνας.
- Οι μέθοδοι αυτές, εκτός από ένα παράθυρο 30-35 ημερών από τη μόλυνση που είναι όλες αρνητικές, είναι οι κυρίως διαγνωστικές για όλα τα στάδια της νόσου και επί πλέον προσφέρουν σημαντική βοήθεια στην παρακολούθηση της θεραπευτικής ανταπόκρισης του ασθενούς.
- Οι μη τρεπονημικές ορολογικές μέθοδοι (RPR και VDRL) χρησιμοποιούν ως αντιγόνο ένα σύμπλεγμα καρδιολιπίνης – λεκιθίνης -χοληστερόλης και ανιχνεύουν αντισώματα έναντι λιποειδικών ουσιών που εκλύονται από την καταστροφή των κυττάρων του ξενιστή αλλά και της καρδιολιπίνης που εκκρίνεται από τα προκαλούντα τη λοίμωξη τρεπονήματα.
- Η ευαισθησία της δοκιμής RPR εκτιμάται ότι θα είναι 78 - 86 % για την ανίχνευση πρωτοπαθούς λοίμωξης σύφιλη, 100 % για την ανίχνευση δευτερογενή λοίμωξη σύφιλη, και 95 – 98% τοις εκατό για την ανίχνευση λανθάνουσας μόλυνσης σύφιλη. Η ειδικότητα κυμαίνεται από 85 – 99% και μπορεί να μειωθεί σε άτομα που έχουν προϋπάρχουσες συνθήκες (δηλαδή, αγγειακή νόσο του κολλαγόνου, η εγκυμοσύνη, η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών, προχωρημένης κακοήθειας, η φυματίωση, η ελονοσία και η ιογενής και ρικετσιακών ασθένειες) που παράγουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Οι τίτλοι της RPR είναι συνήθως υψηλότεροι σε ασθενείς με AIDS.
- Ο τίτλος RPR είναι αρνητικός ή χαμηλός στην πρώιμη πρωτογενή σύφιλη. Καθώς η νόσος εξελίσσεται, ο τίτλος αυξάνεται και ένα μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών που αναπτύσσουν μια αντιδραστική RPR. Η RPR θετικοποιείται εντός δύο εβδομάδων από την εμφάνιση του έλκους και σε 4 –6 εβδομάδες από την ημέρα της μόλυνσης.Οι τίτλοι της RPR μπορεί να μειωθούν μετά από αρκετά χρόνια, ακόμη και χωρίς θεραπεία. Ο τίτλος RPR μειώνεται ταχέως μετά τη θεραπεία της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας σύφιλη, ενώ η FTA-ABS παραμένει αντιδραστική, ανεξάρτητα από τη θεραπεία.
- Οι εξετάσεις προσδιορισμού της σύφιλης δεν έχουν υψηλή ειδικότητα και ίσως δώσουν ένα ψευδώς θετικό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, όταν έχετε HIV, ασθένεια Lyme, malaria, lupus,ή ορισμένους τύπους πνευμονίας ίσως προκαλέσουν ψευδώς θετικό αποτέλεσμα στην εξέταση VDRL και RPR. Θετικές εξετάσεις θα πρέπει να επιβεβαιώνονται με μια ποιο ειδική εξέταση, όπως η FTA-ABS.
- Οι τίτλοι των αντιδραστικών μη τρεπονηματικών δοκιμών μπορούν να παρακολουθούνται για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.Mια τετραπλάσια μείωση του τίτλου της RPR υποδεικνύει θεραπευτική απόκριση.
- Οι μη τρεπονηματικές εξετάσεις γίνονται συνήθως μη αντιδραστικές σε ωρισμένο χρόνο μετά τη θεραπεία. Ωστόσο, σε ορισμένους ασθενείς, μη τρεπονηματικά αντισώματα μπορούν να επιμένουν, μερικές φορές για όλη τη διάρκεια της ζωής του ασθενούς. Οι τρεπονημικές μέθοδοι (FTA-ABS ή ΤΡ-ΡΑ) επιβεβαιώνουν ή αποκλείουν τα ευρήματα των μη τρεπονημικών μεθόδων, ενώ καθορίζουν τη διάγνωση στην όψιμη λανθάνουσα σύφιλη και το τρίτο στάδιο της νόσου. Η χορήγηση θεραπείας δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα των μεθόδων αυτών δεδομένου ότι παραμένουν θετικές σχεδόν εφ’όρου ζωής ανεξάρτητα από τη δραστηριότητα της νόσου.
- Τα μη τρεπονηματικά αντισώματα ,όπως και τα τρεπονηματικά αντισώματα δεν προστατεύουν από την αναμόλυνση.
|
Εκτέλεση |
Αυθημερόν |