β2‐Μικροσφαιρίνη ορού (β2-Μ)
Beta-2 Microglobulin , Serum beta-2 microglobulin, β2-Μ | |
Κλινική χρησιμότητα |
|
---|---|
Προετοιμασία εξεταζομένου | Δεν υπάρχει καμία ειδική διαιτητική απαίτηση πριν από τη συλλογή δείγματος. |
Δείγμα | Ορός που συλλέγεται σε συνήθη σωληνάρια δειγματοληψίας ή σε σωληνάρια που περιέχουν γέλη διαχωρισμού. Ο ορός αποχωρίζεται με φυγοκέντρηση εντός μίας ώρας και συντηρείται σε πλαστικό σωληνάριο. |
Σταθερότητα δείγματος | Για 2 ώρες σε θερμοκρασία 15-25°C, επί 7 ημέρες στους 2-8°C ή επί 2 εβδομάδες στους -20°C |
Μη αποδεκτό δείγμα | Δείγματα με μικροβιακή μόλυνση, θερμική αδρανοποίηση, δείγματα που περιέχουν ορατά ξένα στοιχεία, ή δείγματα με έντονη αιμόλυση και λιπαιμικότητα |
Μεταφορά δείγματος | 0,5 mL ως ελάχιστος όγκος σε θερμοκρασία 2-8°C |
Μέθοδος | TIA |
Τιμές αναφοράς | 0.6 - 2,5 mg/L |
Παρατηρήσεις | Η μικροσφαιρίνη β2 (β2-Μ) απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1968 στα ούρα ασθενών με νόσο του Wilson και δηλητηρίαση από κάδμιο. Έκτοτε προσδιορίστηκε ως η ελαφρά αλυσίδα των αντιγόνων μείζονος συμπλέγματος ιστοσυμβατότητας HLA-A, -B και -C με μήκος 100 αμινοξέα και μη ισοσθενή σύνδεση με τη βαριά αλυσίδα. Ως προς τη δομή και την αλληλουχία των αμινοξέων προσομοιάζει στην περιοχή CH3 της IgG, αν και είναι διακριτή ως προς το αντιγόνο. Η β2-Μ εμφανίζεται στην επιφάνεια των πυρηνοειδών κυττάρων — σε άφθονες ποσότητες στα λεμφοκύτταρα και τα μονοκύτταρα — και σε πολλά καρκινικά κύτταρα. Η λειτουργία της είναι άγνωστη, αλλά μπορεί να ελέγξει την έκφραση και τη βιοσύνθεση αντιγόνων στην κυτταρική επιφάνεια. Λόγω του χαμηλού μοριακού βάρους της (11.8 kDa), το 95 % της ελεύθερης β2-Μ εξουδετερώνεται ταχέως με σπειραματική διήθηση. Στη συνέχεια, τα εγγύς σωληνοειδή κύτταρα απορροφούν το 99,9 % αυτής της φιλτραρισμένης ποσότητας με ενδοκυτάρωση, η οποία συνοδεύεται από μετατροπή σε αμινοξέα. Η φυσιολογική αποβολή της β2-Μ από τα ούρα είναι χαμηλότερη από 370 μg/24 ώρες. Οι υψηλότερες τιμές ερμηνεύονται ως ένδειξη δυσλειτουργίας των σωληναρίων. Αυξημένη αποβολή β2-Μ από τα ούρα παρατηρείται σε μια σειρά νόσων, όπως για παράδειγμα τη νόσο Wilson, το σύνδρομο Fanconi, τη μη αντιμετωπιζόμενη συγγενή γαλακτοζαιμία, τη νεφρασβέστωση, την κυστίνωση, τη χρόνια έλλειψη καλίου, τη διάμεση νεφρίτιδα, νόσους των συνδετικών ιστών, όπως είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα και το σύνδρομο Sjogren, σε εργασιακή έκθεση σε βαρέα μέταλλα, όπως το κάδμιο και ο υδράργυρος, σε λοιμώξεις των άνω ουροφόρων οδών, μεταμοσχεύσεις νεφρού και νεφροτοξικότητα λόγω θεραπείας με κυκλοσπορίνη, αμινογλυκοσίδη ή cis-platinum. Τα αυξημένα επίπεδα στον ορό υπό φυσιολογικό ρυθμό σπειραματικής διήθησης παραπέμπουν σε αυξημένη παραγωγή ή έκκριση β2-Μ. Αυξημένα επίπεδα συναντώνται σε νόσους με αναπαραγωγή λεμφοκυττάρων, όπως είναι το πολλαπλό μυέλωμα, η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, η νόσος του Hodgkin, τα μη Hodgkin λεμφώματα, ο διάχυτος ερυθηματώδης λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, το σύνδρομο Sjogren, η νόσος του Crohn καθώς και σε ορισμένες ιογενείς λοιμώξεις, για παράδειγμα από κυτταρομεγαλοϊό, μη Α και μη Β ηπατίτιδα και μολυσματική μονοπυρήνωση. Αυξημένα επίπεδα στον ορό παρατηρήθηκαν επίσης σε ορισμένους ασθενείς υπό αιμοκάθαρση και σε απόρριψη νεφρικών μοσχευμάτων. Καθώς η συγκέντρωση της β2-Μ στον ορό μπορεί να αυξηθεί σε διάφορες νοσολογικές καταστάσεις, στη διαγνωστική της εφαρμογή πρέπει να υπάρχει πάντα ένα σαφές κλινικό ερώτημα και να αποκλείει την ύπαρξη άλλων σχετικών νόσων. Αυξημένες συγκεντρώσεις της β2-Μ στον ορό ή το πλάσμα απαντώνται και σε ασθενείς με πολλαπλό μυέλωμα και χρόνια λεμφική λευχαιμία. Η ειδικότητα της σε περιπτώσεις αυξημένου κυτταρικού πολλαπλασιασμού μπορεί να ενισχυθεί με τον προσδιορισμό του λόγου της β2-Μ /κυστατίνης C. |
Εκτέλεση | Αυθημερόν |