Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH)
TSH, Θυρεοτροπίνη, Thyrotropin, Thyroid-Stimulating Hormone , Sensitive-Thyroid-Stimulating Hormone, TSH 3rd Generation | |||||||||||||||||||||||||||
Κλινική χρησιμότητα |
|
||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Προετοιμασία εξεταζομένου | Δεν υπάρχει καμία ειδική διαιτητική απαίτηση πριν από τη συλλογή δείγματος. Τα επίπεδα της TSH εμφανίζουν σημαντική ημερήσια διακύμανση, με τα μέγιστα επίπεδα να παρατηρούνται γύρω στα μεσάνυχτα. Τα επίπεδα της TSH μειώνεται κατά ~50% στις 8:00 - 09:30 π.μ. Η συγκέντρωση της παραμένει σχετικά σταθερή, στη συνέχεια, μέχρι το βράδυ, με ένα μικρότερο ναδίρ αργά το απόγευμα. Λόγω αυτής της σημαντικής ημερήσιας διακύμανσης, η συλλογή των διαδοχικών δειγμάτων πρέπει να γίνεται την ίδια ώρα της ημέρας. |
||||||||||||||||||||||||||
Δείγμα | Ορός που συλλέγεται σε συνήθη σωληνάρια δειγματοληψίας ή σε σωληνάρια που περιέχουν γέλη διαχωρισμού χωρίς αιμόλυση και έντονη λιπαιμικότητα. Αποχωρισμός του ορού από το θρόμβο ή τα κύτταρα εντός 45 λεπτών και συντήρηση σε πλαστικό σωληνάριο. Δεν υπάρχει δυνατότητα πολλαπλών κύκλων κατάψυξης-απόψυξης του δείγματος |
||||||||||||||||||||||||||
Σταθερότητα δείγματος | Για 24 ώρες σε θερμοκρασία 15-25°C ή για 2 ημέρες σε θερμοκρασία 2-8°C και τουλάχιστον για 30 ημέρες σε θερμοκρασία -20°C. |
||||||||||||||||||||||||||
Μη αποδεκτό δείγμα | Αιμολυμένα ή με έντονη λιπαιμικότητα δείγματα. Δείγματα που περιέχουν κυτταρικό υλικό. |
||||||||||||||||||||||||||
Μεταφορά δείγματος | 0,5 mL ως ελάχιστος όγκος σε θερμοκρασία 2-8°C |
||||||||||||||||||||||||||
Μέθοδος | CLIA | ||||||||||||||||||||||||||
Τιμές αναφοράς | Σε μIU/mL (μIU/mL x 1,0→ mIU/L) Η προτυποποίηση του προσδιορισμού TSH είναι δυνατό να αναχθεί στο 2ο Διεθνές Πρότυπο αναφοράς για την ανθρώπινη TSH IRP 80/558 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.)
Οι υπάρχουσες νέες συστάσεις για τα όρια αναφοράς της TSH κατά τη διάρκεια της κύησης είναι οι ακόλουθες:
Το όριο ποσοτικοποίησης (LoQ, λειτουργική ευαισθησία) του προσδιορισμού: 0,008 μIU/mL Όπως ισχύει με οποιαδήποτε μέτρηση ανοσολογικής αναγνώρισης ενός πεπτιδίου, εξαιρετικά σπάνιες γενετικές παραλλαγές ενδέχεται να παρουσιάζουν διαφορετικούς βαθμούς ανίχνευσης. |
||||||||||||||||||||||||||
Παρατηρήσεις | Η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη είναι μια γλυκοπρωτεΐνη με δύο μη ομοιοπολικά ενωμένες υπομονάδες. Η άλφα υπομονάδα είναι παρόμοια με εκείνη της θυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH),της ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης (hCG) και της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH). Η βήτα υπομονάδα της TSH είναι μοναδική, γεγονός στο οποίο οφείλονται οι ειδικές βιοχημικές και ανοσολογικές ιδιότητες αυτής της ορμόνης. Η TSH συντίθεται και εκκρίνεται από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης ως απόκριση σε έναν μηχανισμό αρνητικής ανάδρασης που επηρεάζεται από συγκεντρώσεις της FT3 (ελεύθερη T3)και της FT4 (ελεύθερη T4). Επιπρόσθετα, το τριπεπτίδιο του υποθαλάμου, δηλαδή η εκλυτική ορμόνη της θυρεοτροπίνης (TRH, thyrotropin-releasing hormone), διεγείρει άμεσα την παραγωγή TSH. Η TSH αλληλεπιδρά με ειδικούς κυτταρικούς υποδοχείς στην επιφάνεια των κυττάρων του θυρεοειδούς και ασκεί δύο κύριες δράσεις. Η πρώτη δράση είναι η διέγερση της κυτταρικής διαίρεσης και της υπερτροφίας των κυττάρων. Δεύτερον, η TSH διεγείρει τη σύνθεση και έκκριση T3 και T4 από τον θυρεοειδή αδένα. Η δυνατότητα ποσοτικοποίησης των επιπέδων TSH στην κυκλοφορία είναι ιδιαίτερα σημαντική στη διαφορική διάγνωση του πρωτοπαθούς (θυρεοειδικού) από τον δευτεροπαθή (υποφυσιακό) και τον τριτοπαθή (υποθαλαμικό) υποθυρεοειδισμό. Στον πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό, τα επίπεδα TSH είναι σημαντικά αυξημένα, ενώ στον δευτεροπαθή και τον τριτοπαθή υποθυρεοειδισμό τα επίπεδα TSH είναι χαμηλά. Η μέτρηση της κυκλοφορούσης TSH χρησιμοποιείται ως πρώτη τη τάξει εξέταση για την διαφορική διάγνωση του υποθυρεοειδισμού και ως βοήθημα στον έλεγχο επάρκειας της θεραπείας με ορμονική αναπλήρωση. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο υπέρ- και ο υπό- θυρεοειδισμός είναι διαβαθμισμένες καταστάσεις. Αυτό υποδηλώνει ότι δεν αναμένεται ότι όλοι οι ασθενείς αυτών των κατηγοριών θα έχουν επίπεδα TSH μακράν εκτός του φυσιολογικού (ευθυρεοειδικού) εύρους. Από την άλλη μεριά, τα επίπεδα της TSH είναι μη φυσιολογικά στα πολύ πρώιμα στάδια ανάπτυξης κάποιας νόσου του θυρεοειδούς και ενώ η ασθένεια θεωρείται ακόμη υποκλινική τα δε επίπεδα των ορμονών του θυρεοειδούς παραμένουν φυσιολογικά. Η TSH παρουσιάζει μέτρια ενδο-ατομική διακύμανση και ακόμη πιο έντονη δια-ατομική διακύμανση. Ο συντελεστής δια-ατομικής διακύμανσης είναι περίπου 32%, κατά συνέπεια υπάρχει ένα μεγάλο διάστημα ορίων αναφοράς για την TSH βασιζόμενο στον γενικό πληθυσμό. Δεδομένου ότι η ενδο-ατομική διακύμανση είναι σημαντικά μικρότερη, συγκρίνοντας τα τρέχοντα επίπεδα της TSH ενός συγκεκριμένου ασθενούς με οποιοδήποτε προηγούμενα επίπεδα μπορεί να είναι πιο διαφωτιστικά από τη σύγκριση των επίπεδων της TSH του ασθενούς με τα τρέχοντα όρια αναφοράς. Μια διαφορά ≥ 0,7 mIU/L θεωρείται κλινικά σημαντική κατά την αξιολόγηση των σειριακών τιμών της TSH ενός ασθενούς. Η διέγερση με TRH διαφοροποιεί τον δευτεροπαθή και τον τριτοπαθή υποθυρεοειδισμό μέσω παρατήρησης της μεταβολής των επιπέδων TSH του ασθενούς. Τυπικά, δεν υπάρχει απόκριση της TSH στη διέγερση με TRH σε περιπτώσεις δευτεροπαθούς υποθυρεοειδισμού, ενώ η απόκριση είναι φυσιολογική έως υπερβολικά έντονη στον τριτοπαθή υποθυρεοειδισμό. Ιστορικά, η διέγερση με TRH έχει χρησιμοποιηθεί για την επιβεβαίωση του πρωτοπαθούς υπερθυρεοει-δισμού, ο οποίος υποδεικνύεται από αυξημένα επίπεδα T3 και T4 και από χαμηλά ή μη ανιχνεύσιμα επίπεδα TSH. Οι προσδιορισμοί TSH με αυξημένη ευαισθησία και ειδικότητα παρέχουν ένα κύριο διαγνωστικό εργαλείο για τη διαφοροποίηση των υπερθυρεοειδικών από τους ευθυρεοειδικούς ασθενείς. Σε σπάνιες περιπτώσεις, ενδέχεται να εμφανιστούν αλληλεπιδράσεις λόγω εξαιρετικά υψηλών τίτλων αντισωμάτων έναντι ειδικών για κάθε αναλυόμενη ουσία αντισωμάτων (όπως π.χ. HAMA), έναντι της στρεπταβιδίνης ή του ρουθηνίου. Οι επιδράσεις αυτές έχουν ελαχιστοποιηθεί μέσω κατάλληλου σχεδιασμού της ανάλυσης. Λόγω των αλλαγών στη φυσιολογία του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της κύησης, οι κατευθυντήριες γραμμές της Αμερικανικής Θυρεοειδούς Εταιρίας (ΑΤΑ) για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου του θυρεοειδούς κατά την κύηση και μετά τον τοκετό συνιστά τη χρήση συγκεκριμένων ορίων αναφοράς ανά τρίμηνο για TSH και την fT4 στον ορό. Τα εμπορικά εργαστήρια πρέπει να παρέχουν αυτά τα όρια αναφοράς, αλλά πολλά εμπορικά εργαστήρια σήμερα δεν το κάνουνε αυτό. Τα επίπεδα της TSH μειώνονται σε πρώιμα στάδια της κύησης λόγω της άμεσης θυρεοειδικής διέγερσης από την ανθρώπινη hCG. Ιδιαίτερα υποβαθμίζονται κατά το πρώτο τρίμηνο, λόγω διασταυρούμενης αντίδρασης της hCG με τους υποδοχείς της TSH στο θυρεοειδή αδένα. Οι υψηλές συγκεντρώσεις της hCG στον ορό κατά τη διάρκεια της πρόωρης κύησης και οι ακόμα υψηλότερες συγκεντρώσεις σε γυναίκες με υπερέμεση της κύησης ή πολύδυμες κυήσεις μπορεί να οδηγήσουν σε παροδικό υποκλινικό ή σπανίως εμφανή υπερθυρεοειδισμό. Για διαγνωστικούς σκοπούς, τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης πρέπει πάντοτε να συνδυάζονται με την κλινική εξέταση, το ιστορικό του ασθενούς και άλλα ευρήματα. |
||||||||||||||||||||||||||
Εκτέλεση | Aυθημερόν |