Αλκαλική φωσφατάση (ALP)
ALP, Alkaline Phosphatase | ||||||||||||||||||||||||||||
Κλινική χρησιμότητα | Στη διάγνωση και τη θεραπεία των ηπατοχολικών και των οστικών νόσων |
|||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Προετοιμασία εξεταζομένου | Ο εξεταζόμενος πρέπει να υποβάλλεται σε νηστεία 4-8 ωρών πριν τη δειγματοληψία, λόγω του ότι τα επίπεδα ενζύμου αυξάνουν μετά από λήψη τροφίμων. |
|||||||||||||||||||||||||||
Δείγμα | Ορός που συλλέγεται σε συνήθη σωληνάρια δειγματοληψίας ή σε σωληνάρια που περιέχουν γέλη διαχωρισμού χωρίς αιμόλυση και έντονη λιπαιμικότητα. Αποχωρισμός του ορού από το θρόμβο ή τα κύτταρα εντός 45 λεπτών και συντήρηση σε πλαστικό σωληνάριο. |
|||||||||||||||||||||||||||
Σταθερότητα δείγματος | Για 24 ώρες σε θερμοκρασία 15-25°C ή για 7 ημέρες σε θερμοκρασία 2-8°C και τουλάχιστον για 60 ημέρες σε θερμοκρασία -20°C. Υπάρχει δυνατότητα 3 κύκλων κατάψυξης-απόψυξης του δείγματος. |
|||||||||||||||||||||||||||
Μη αποδεκτό δείγμα | Δείγματα που περιέχουν EDTA. Αιμολυμένα δείγματα ή με έντονη λιπαιμικότητα . Δείγματα που περιέχουν κυτταρικό υλικό. |
|||||||||||||||||||||||||||
Μεταφορά δείγματος | 0,5 mL ως ελάχιστος όγκος σε θερμοκρασία 2-8°C |
|||||||||||||||||||||||||||
Μέθοδος | Ενζυμική κινητική στους 37°C ,τροποποιημένη IFCC | |||||||||||||||||||||||||||
Τιμές αναφοράς | Εκφράζονται σε U/L
|
|||||||||||||||||||||||||||
Παρατηρήσεις | Οι αλκαλικές φωσφατάσες είναι μια οικογένεια ειδικών ενζύμων (τουλάχιστον 5) που καταλύουν την υδρόλυση του φωσφορικού οξέος και τους μονοεστέρες αλκοόλης. Το βέλτιστο pH για την ενζυμική δραστικότητα της είναι μεταξύ 9,8 και 10,5 και εξαρτάται από το υπόστρωμα και το buffer που χρησιμοποιείται. Η αύξηση της ALP τείνει να γίνει πιο έντονη (πάνω από 3 φορές) σε εξωηπατική απόφραξη των χοληφόρων (π.χ. χολολιθίαση ή από τον καρκίνο της κεφαλής του παγκρέατος) από ό, τι σε ενδοηπατική απόφραξη και είναι μεγαλύτερη όσο πιο πλήρης είναι η απόφραξη. Η δραστικότητα του ενζύμου στον ορό μπορεί να κυμανθεί από 10 έως 12 φορές του ανώτερου φυσιολογικού ορίου αναφοράς, επιστρέφοντας εντός φυσιολογικών ορίων επί χειρουργικής άρσης της απόφραξης. Η αύξηση της ALP σε χολοστατική ηπατική νόσο είναι παρόμοια με την αύξηση της γ-γλουταμυλοτρανσφεράσης (γGT), αλλά παρατείνεται περισσότερο. Αν και οι δύο (γGT και ALP) είναι αυξημένες, είναι πιθανότερη η ηπατική προέλευση της ALP. Μεταξύ των παθήσεων των οστών, το υψηλότερο επίπεδο δραστικότητας ALP συναντάται στη νόσο Paget, ως αποτέλεσμα της δράσης των οστεοβλαστικών κυττάρων στην αναδόμηση του οστού. Επίπεδα 10 έως 25 φορές μεγαλύτερα από το ανώτερο φυσιολογικό όριο αναφοράς δεν είναι ασυνήθιστα. Σε οστεομαλακία παρατηρείται μέτρια αύξηση, ενώ τα επίπεδα είναι γενικά φυσιολογικά σε οστεοπόρωση. Σε ραχίτιδα, μπορεί να παρατηρηθούν επίπεδα 2 έως 4 φορές μεγαλύτερα από το ανώτερο φυσιολογικό όριο αναφοράς. Σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό παρατηρείται μια ελαφρά έως μέτρια αύξηση της ALP, που απεικονίζει και την έκταση της σκελετικής συμμετοχής. Πολύ υψηλά επίπεδα της δραστικότητας του ενζύμου παρατηρούνται σε ασθενείς με οστεογονικό καρκίνο των οστών. Μια σημαντική αύξηση της ALP παρατηρείται σε παιδιά με επιταχυνόμενη ανάπτυξη των οστών. Κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της κύησης, η καταλυτική δραστικότητα της ALP φθάνει στην ανώτερη τιμή αναφοράς και επανέρχεται εντός των ορίων αναφοράς σε 3-6 εβδομάδες μετά τον τοκετό.
|
|||||||||||||||||||||||||||
Εκτέλεση | Αυθημερόν | |||||||||||||||||||||||||||
Σημειώσεις | Για κάθε εξέταση θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη η πιθανή από φάρμακα ή ενδογενείς ουσίες. Το εργαστήριο και ο ιατρός πρέπει να αξιολογούν όλα τα αποτελέσματα των ασθενών συνεκτιμώντας πάντα τη συνολική κλινική κατάσταση του ασθενούς. |